- συναγανακτήσεως
- συναγανακτήσεω̆ς , συναγανάκτησιςcommon angerfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγανάκτησις — ήσεως, ἡ, Α [συναγασυναγανάκτησις νακτῶ] από κοινού αγανάκτηση, οργή, δυσαρέσκεια («βοηθείας... οἰόμεθα δεῑν οὐκ ἄνευ τῆς ὑμετέρας συναγανακτήσεως τυχεῑν», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek